νιτρώδωση

νιτρώδωση
η
1. χημ. η εισαγωγή, με την γενική επίδραση νιτρώδους οξέος, τής ομάδας τού νιτρωδυλίου NO στο μόριο μιας ένωσης
2. (βιοχ.) η πρώτη φάση τής νιτροποίησης, κατά την διάρκεια τής οποίας το αμμωνιακό άζωτο τού εδάφους μετατρέπεται σε νιτρώδες άζωτο υπό την επίδραση τών νιτρωδοβακτηρίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”